Κείμενο
1 (Μη Λογοτεχνικό): Δήμος Χλωπτσιούδης-Ο λαϊκισμός υποβιβάζει τον πολίτη σε
υπήκοο
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης
(1973) γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι φιλόλογος, MA Δημιουργικής
Γραφής και ποιητής. Παράλληλα, γράφει
δοκίμια, κριτικές ποίησης και σχολικά βοηθήματα. Στη συλλογή δοκιμίων «7
Δοκίμια», έννοιες όπως ηθική, ελευθερία, ουμανισμός αλλά και άγνοια, λαϊκισμός
και ρατσισμός απογυμνώνονται και αναλύονται με στόχο πάντα την απελευθέρωση της
σκέψης και την απαγκίστρωσή της από θεωρίες και δόγματα που την κρατούν όμηρο
μέσα στην ίδια της την υποτιθέμενη ελευθερία.
Συχνό φαινόμενο και
καθημερινό πια είναι ο λαϊκισμός, ένα φαινόμενο που μένει δυσδιάκριτο λόγω
ακριβώς των πολλών πτυχών και μεθόδων που μεταχειρίζεται. Τόσο στα μέσα
επικοινωνίας όσο και στον πολιτικό και πολιτιστικό διάλογο ο λαϊκισμός
ενθαρρύνεται και αποκαλύπτει όχι μόνο τον κριτικό αναλφαβητισμό των δεκτών,
αλλά κυρίως τις στοχεύσεις των πομπών. Με γλώσσα περιορισμένη, συνθηματολογική,
ψευδή και στηριζόμενη στο συναίσθημα και την επιφανειακή προσέγγιση, οδηγεί σε
πνευματική νέκρωση. Συρρικνώνει το πνεύμα, εκμηδενίζει την κρίση, αδυνατίζει
τις αντιστάσεις απέναντι σε πατερναλιστικές προτροπές/προσταγές.
Κι ενώ η λαϊκότητα
αναφέρεται άμεσα στη λαϊκή συμμετοχή στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, ο
λαϊκισμός ως φενάκη κλειδώνει στο σκοτάδι κάθε συμμετοχική και κινηματική
διαδικασία. Ο άνθρωπος υποβαθμίζεται σε καταναλωτή ιδεών και συνθημάτων. Χάνει
την ιδιότητα του πολίτη και μεταβάλλεται σε διεφθαρμένο υπήκοο. Από πολιτικό ον
που συμμετέχει και συλλειτουργεί, μεταμορφώνεται από την Κίρκη του λαϊκισμού σε
πειθήνιο όργανο των φορέων εξουσίας, σε ανδράποδο της μοναρχίας του λαϊκιστή.
Ο λαός μόνο τυπικά
διατηρεί την εξουσία και την επιλογή πολιτικής. Η δικτατορία του λαϊκισμού
βάζει στο γύψο κάθε γνήσια λαϊκή έκφραση, κάθε λαϊκό ανακλαστικό. Στο όνομά του
και μακριά από κάθε δημοκρατική διαδικασία επιλογής κι εκλογής, οι λαϊκιστές
επιλέγουν για αυτόν, αποφασίζουν στο όνομά του χωρίς καν την παρουσία του. Οι
ιδέες και οι αρχές μένουν θολές μέσα σε μία πρισματική φωτεινή διάθλαση λέξεων.
Λέξεων όμως κενών νοήματος τοποθετημένες μέσα σε σοφιστείες δημαγωγικής
προοπτικής· προτάσεων που στηρίζονται στο συναίσθημα· πολιτικών που αφήνουν
μακριά το λαό από κάθε συμμετοχή.
Η ίδια, εξάλλου, η
“τηλεοπτική δημοκρατία” που απομακρύνει τον πολίτη από κάθε συμμετοχική
αντίληψη και τον εγκλωβίζει στη “δημοκρατία του καναπέ" είναι η μετουσίωση
της δημαγωγικής τηλεπολιτικής. Η ανάγκη διανομής του χρόνου υπέρ διαφημίσεων
-και επακόλουθων κερδών-, επιβάλλουν στον πολιτικό λόγο να γίνει συνθηματικός,
γρήγορος, επιφανειακής προσέγγισης. Η ανάλυση και η πληρότητα στην
επιχειρηματολογία χειραγωγούνται από την ταχύτητα και τον εντυπωσιασμό του
πολιτικού show.
Η κολακεία των λαϊκών
ικανοτήτων, ο συμψηφισμός των ιδιοτήτων του και οι φθηνές γενικεύσεις είναι οι
τρόποι πειθούς ενός λαϊκιστή. Η σχέση του με τους δέκτες γίνεται πελατειακή,
καθώς η δημαγωγία παρακάμπτει το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας. Παρεμβάλλεται μεταξύ της λύσης και του λαού,
προβάλλοντας τον εαυτό του ως το μόνο ικανό να λειτουργήσει για το καλό του.
Σε μια εποχή που συσσωρεύεται ένας τόσο
μεγάλος όγκος πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, τα οποία δεν
μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου πολιτισμικού θεσμικού
συστήματος, το φαινόμενο ανθεί και μετεξελίσσεται σε ένα δάσος επικοινωνιακών
ταχυδακτυλουργιών με στόχο τον επιδεικτικό αποπροσανατολισμό. Τα λαϊκά
προβλήματα τίθενται στο πρώτο πλάνο της πολιτικής ρητορείας μαζί με μία
πληθωρική, ανέξοδη κι ατιμώρητη συχνά υποσχεσιολογία. Ωστόσο, δεν καλείται να
λύσει τα προβλήματα αυτά ο λαός, αλλά ο λαϊκιστής που ως από μηχανής θεός
παραχωρεί αυτάρεσκα και πατερναλιστικά αυτό το δικαίωμα μόνο στον εαυτό του.
Και ας μην παραβλέπουμε
ότι ο δημαγωγικός λόγος επικαλείται -ως μέσο πειθούς- πρωτίστως το συναίσθημα.
Απορρίπτει τη λογική και κάθε ορθό συλλογισμό. Απευθύνεται με λόγο συνθηματικό
στον ψυχισμό του δέκτη. Μέσα από την πρόκληση οργής, φόβου και υπερηφάνειας
αποκλείει κάθε λογική σκέψη του δέκτη. Δεν αναλύει, δεν ερμηνεύει. Με τη
γενίκευση, την υπεραπλούστευση και τη ρητορική -συνήθως εσχατολογικής αντίληψης
ή πολωτικής λογικής-, κατευθύνει τον πολίτη σε συγκεκριμένες στάσεις,
προκαταλήψεις και αποπροσανατολιστικές ψευδαισθήσεις.
Η δε επίκληση στη λογική εξωθείται στα πέρατα
του πολιτικού λόγου. Στα χέρια του λαϊκισμού η σοφιστεία προσομοιάζει με
λογικούς συλλογισμούς. Άλλωστε, η λαϊκίστικη λογική δεν επιδέχεται κανέναν
έλεγχο, καμία κρίση· αποτελεί πια φθηνές γενικεύσεις κι επικλήσεις του
κοινωνικού ή ιστορικού φαντασιακού. Εξάλλου, ο λαϊκισμός -αν και οικουμενικό
φαινόμενο- συνδέεται άμεσα με το Έθνος· η ιδέα του έθνους και της εθνικής
κοινότητας συσσωματώνεται με το λαϊκισμό.
Πηγή: Δήμος Χλωπτσιούδης, 7 Δοκίμια, Θεσσαλονίκη: τοβιβλίο.net 2013, σσ. 77-79.
Κείμενο 2 (Μη Λογοτεχνικό): Παναγιώτης Κονδύλης: Οι ελίτ, ο λαϊκισμός και η ισότητα
Ο φιλόσοφος Παναγιώτης
Κονδύλης (1943-1998) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους στοχαστές του 20ου
αιώνα. Το σύγγραμμα Η Παρακμή
τού Αστικού Πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από τον
φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία (Θεμέλιο: Αθήνα 1991) αναφέρεται
στη μετάβαση από τον κλασικό, φιλελεύθερο, αστικό πολιτισμό στη μαζική
δημοκρατία που συμπίπτει με την άνοδο του καπιταλισμού και αναλύει τις
κοινωνίες του λεγόμενου δυτικού κόσμου, χωρίς να λησμονήσει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
[…] Βεβαίως δεν είναι δυνατόν να λεχθεί ότι στη μαζική δημοκρατία, όπως
τη γνωρίζουμε, έχει ήδη πραγματοποιηθεί η ισότητα με την υλική έννοια του όρου.
Όμως η πραγματικότητα της ισότητας είναι για τη λειτουργία της μαζικής
δημοκρατίας πολύ λιγότερο σημαντική από τη δυνατότητα της ισότητας. Η Ισότητα
αναγνωρίζεται από όλους ως απτή δυνατότητα (ακόμη και όσοι δέχονται την ισότητα
μόνον ως τυπική Ισότητα των ευκαιριών, ομολογούν ότι οι ευκαιρίες αυτές μπορούν
ν’ αξιοποιηθούν από τον καθένα, ότι δηλαδή καθένας μπορεί ν’ ανέβει την
κοινωνική κλίμακα ως την κορυφή της, αρκεί να το μπορεί) και η καθημερινή
ομολογία πίστεως της μαζικής δημοκρατίας στην αρχή της ισότητας ανοίγει ipso
facto έναν ορίζοντα προσδοκιών, ο οποίος θέτει σε κίνηση αντίστοιχες
συμπεριφορές. Με άλλα λόγια: η κατ’ αρχήν κατάφαση της ισότητας και το γεγονός
της κοινωνικής κινητικότητας δημιουργούν συνθήκες, υπό τις όποιες τις δράσεις
και τις αντιδράσεις των ανθρώπων συχνά τις καθορίζουν ψυχολογικοί παράγοντες
και ένα υποκειμενικό αίσθημα γοήτρου. Το αίσθημα της ισότητας είναι εντονότερο
από την πραγματικότητα της ισότητας. Γι’ αυτό η συναναστροφή των ανθρώπων
γίνεται όλο και πιο εξισωτική, ήτοι ο τόνος της συναναστροφής τούτης δεν
ανταποκρίνεται αναγκαστικά, και ανταποκρίνεται συνεχώς λιγότερο, στις
πραγματικά υφιστάμενες διαφορές κοινωνικής θέσης και γοήτρου ανάμεσα στα άτομα
και στις ομάδες.
Η κατ’ αρχήν δεδομένη
δυνατότητα να εμφανισθεί ο καθένας ως ίσος προς ίσον απέναντι σε οποιονδήποτε
επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά, κατά τρόπο ώστε τελικά οι εντολές δεν
εκφέρονται ως εντολές, αλλά ως οδηγίες, τις οποίες πρέπει να ακολουθήσει κανείς
γιατί αυτό υπαγορεύουν τα πράγματα.
Στο βαθμό
που ο υφιστάμενος γίνεται «συνεργάτης», οι εργασιακές σχέσεις γίνονται
πραγματιστικότερες και η ιδέα του ρόλου παραμερίζει την ιδέα της ιεραρχίας.
Περιοριστικές και αυστηρά ιεραρχημένες μορφές εργασίας δεν φαίνονται πια
παραγωγικές, εφ’ όσον μάλιστα οι νέες εργασιακές διαδικασίες με την περίπλοκη
τεχνική τους απαιτούν υψηλοτέρα προσόντα, ενισχυμένη ευθύνη και περισσότερη
συμμετοχή.
Η
αντίληψη, ότι ο προϊστάμενος βρίσκεται ψηλότερα μόνο και μόνο επειδή έχει να
παίξει διαφορετικό ρόλο κι όχι επειδή έχει τίποτε μυστηριώδη χαρίσματα,
καθησυχάζει την εξισωτική συνείδηση και τη συμφιλιώνει με τις πραγματικότητες
του καταμερισμού της εργασίας. Άλλωστε η εκτόπιση της ιδέας της ιεραρχίας από
την ιδέα του ρόλου συντείνει από μόνη της στην επίταση της εναλλαξιμότητας και
της προσωρινότητας των θέσεων των ατόμων μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής
εργασίας. Η εξουσία ή η αυθεντία με την παραδοσιακή της έννοια ξεφτίζει, και
στη θέση της μπαίνει ως ενοποιητικό στοιχείο η σταθερότητα των δομών και των
μηχανισμών, εντός και στο όνομα των οποίων μοιράζονται οι ρόλοι.
Παρ’ όλα
αυτά η μαζική δημοκρατία πραγματοποίησε την ισότητα στην άσκηση εξουσίας τόσο
λίγο όσο και την ισότητα στην κατανάλωση. Η αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαιότητα
εξουσίας και στη γενική ομολογία πίστεως προς την αρχή της ισότητας λύθηκε με
την υποταγή της εξουσίας στους ίδιους κανόνες του παιγνιδιού, που ισχύουν και
στους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής της μαζικής δημοκρατίας. Έτσι, η άσκηση
εξουσίας είναι κατ’ αρχήν ανοιχτή στον καθένα, εφ’ όσον αποδειχθεί ικανός να
εκμεταλλευθεί τις προσφερόμενες ευκαιρίες καλύτερα από τους ανταγωνιστές του.
Τούτο σημαίνει αντικατάσταση της ταξικής κυριαρχίας από την κυριαρχία ελίτ, οι
οποίες αδιάκοπα συγκροτούνται, διαλύονται ή μεταβάλλουν τη σύνθεση τους, αφού
τα μέλη τους δεν πρέπει να κατέχουν εξ υπαρχής ορισμένες κοινωνικές
προϋποθέσεις.
Η
συμμετοχή στις ελίτ δεν είναι ούτε κληρονομική ούτε αναγνωρίζεται με βάση
οποιαδήποτε προσωπική ιδιότητα, εκτός από την ικανότητα να αντιμετωπίζονται με
επιτυχία οι εκάστοτε αντίπαλοι εντός και εκτός της ελίτ· επομένως οι ελίτ
μπορούν να γίνουν μόνιμα όργανα άσκησης εξουσίας μονάχα μετά την κατάτμηση της
κοινωνίας σε άτομα και την επιβολή των εξισωτικών άρχων και στάσεων.
Διαμορφώνονται μέσα στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνική ζωή,
ανταγωνίζονται η μία την άλλη ή κλείνουν μεταξύ τους συμμαχίες και πορίζονται
τη νομιμοποίηση τους από το γεγονός ότι είναι ανοιχτές για τον καθένα, ήτοι δεν
παραβιάζουν την υπέρτερη αρχή της ισότητας (των ευκαιριών).
Ανταγωνιστικές
πολιτικές ελίτ, οι οποίες πολεμούν η μία την άλλη για την κατάκτηση της
κρατικής εξουσίας, πρέπει να νομιμοποιηθούν επιπρόσθετα με την ετυμηγορία του
εκλογικού σώματος. Κάθε ελίτ, εφ’ όσον εγείρει αξιώσεις πάνω στην εξουσία
αυτήν, υποχρεώνεται να αγωνιστεί για να κερδίσει την εύνοια των εκλογέων, οπότε
πρέπει να επηρεάσει τη βούληση τους και συνάμα να επηρεασθεί και η ίδια από τη
βούληση τούτην. Η διέξοδος από τη διελκυστίνδα της αντικειμενικής διπλής
ανάγκης να ασκηθεί εξουσία και ταυτόχρονα να ληφθούν υπόψιν οι ποικίλες
επιθυμίες των εκλογέων είναι ο λαϊκισμός, ο οποίος σε διάφορες παραλλαγές και
σε διάφορους βαθμούς αποτελεί φαινόμενο αναπόσπαστο από την πολιτική και
κοινωνική ζωή της μαζικής δημοκρατίας.
Λαϊκισμός
είναι λοιπόν ο τρόπος, με τον οποίο γεφυρώνεται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα
στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ
μέσα στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής. Συνίσταται στο ότι οι
πολιτικές ελίτ, παρά την επιδίωξη τους να κρατήσουν για τον εαυτό τους το
μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποτίσουν φόρο τιμής σε ορισμένες
διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που κολακεύουν τις μάζες.
Έτσι π.χ.
κάθε ελίτ αποκρούει την υποψία ότι η εξουσία της μέσα στο κράτος ή η συναφής
της αξίωση θα ήταν ποτέ δυνατόν να επηρεάσει δυσμενώς ή και να άρει την ισότητα
ανάμεσα σε όλα τα μέλη της κοινωνίας· απεναντίας, αυτοπαρουσιάζεται ως η πιο
αξιόπιστη εγγύηση για τη διαφύλαξη ή την επέκταση τούτης της ισότητας.
Ισχυρίζεται ότι είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού, άριστος γνώστης και
ερμηνευτής των ενδόμυχων ευχών και ονείρων του, κοντολογής πιστός εκτελεστής
της λαϊκής βούλησης.
Πηγή: Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Αθήνα: Θεμέλιο 1995, σσ. 240-242.
Κείμενο 3 (Λογοτεχνικό): Κωνσταντίνος Καβάφης -«Ας
Φρόντιζαν»
Ο Κ.Π. Καβάφης (1863-1933) αντλεί από την ιστορία, ιδίως από περιόδους
παρακμής (π.χ. ελληνιστικό και ρωμαϊκό παρελθόν) και έχει αυτοχριστεί ιστορικός
ποιητής. Το ιστορικοφανές ποίημα «Ας
Φρόντιζαν» [1930] εκτυλίσσεται στην Αντιόχεια, πρωτεύουσα του ελληνιστικού
βασιλείου της Συρίας και αναφέρεται στη στάση ενός ανώνυμου νέου της
περιόδου 128-123 π.Χ. απέναντι
στους τρεις διεκδικητές (Αντίοχος Η΄ Γρυπός, Αλέξανδρος Β΄ Ζαβίνας, Ιωάνης
Υρκανός) του θρόνου των Σελευκιδών, της βασιλικής, δηλαδή, οικογένειας της
Συρίας). Αξιοσημείωτο ότι μόνο ο πρώτος ήταν γόνος της βασιλικής
οικογένειας της Συρίας, ενώ ο μεν Αλέξανδρος Β΄ Ζαβίνας υπήρξε απόγονος των
Πτολεμαίων της Αιγύπτου, ο δε Ιωάννης Υρκανός αρχιερέας των Ιουδαίων.
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και
πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ' έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ' είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ' ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν' η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ' εμποδίσουνε με τα συστήματά τους -
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ' εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ' απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ' εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ' τους τρεις.
Κ' είν' η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ' οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ' αυτόν.
[1930]
Πηγή: Κ.Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα, τ. Β΄
1919 - 1933, επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα: Ίκαρος 1963, σσ. 90-91.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Α1. Σε
μία παράγραφο 70-80 λέξεων να συνοψίσετε τις επιπτώσεις της κυριαρχίας του
λαϊκισμού στην πολιτική ζωή σύμφωνα με τον Δήμο Χλωπτσιούδη (Κείμενο 1).
Μονάδες 20
Β1. Να επαληθεύσετε ή να διαψεύσετε, με βάση τα
Κείμενα 1 και 2, τις παρακάτω προτάσεις, γράφοντας στο τετράδιό σας δίπλα στο
γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε πρόταση τη λέξη Σωστό ή Λάθος. Να τεκμηριώσετε
την απάντησή σας με αναφορές στα κείμενα:
α) Η ρητορική των δημαγωγών απευθύνεται στη
λογική και το συναίσθημα του δέκτη. (Κείμενο 1)
β) Ο
λαϊκισμός και ο εθνικισμός συνιστούν συγκοινωνούντα δοχεία. (Κείμενο 1)
γ) Ο ρόλος
της ιεραρχίας έχει την πρωτοκαθεδρία στις σύγχρονες εργασιακές σχέσεις. (Κείμενο 2)
δ) Οι
επίδοξοι εξουσιαστές πετυχαίνουν τον στόχο τους αλληλοεπιδρώντας με το
κοινωνικό σύνολο. (Κείμενο 2).
ε) Οι
λαϊκιστές ηγέτες αποδεικνύονται εγγυητές της λαϊκής βούλησης με την πολιτική
τους δράση. (Κείμενο 2)
Μονάδες 10
Β2 α) Ποια
είναι η πρόθεση του συντάκτη στη δεύτερη παράγραφο του Κειμένου 1; Πώς ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να αναπτύξει
την παράγραφο υπηρετεί την πρόθεση αυτή;
Μονάδες 7
β) Ο Παναγιώτης
Κονδύλης στην 1η παράγραφο του
Κειμένου 2 διατείνεται: «Το αίσθημα της ισότητας είναι εντονότερο από
την πραγματικότητα της ισότητας.». α) Με ποιον /-ους τρόπο/ους προσπαθεί να πείσει τον
αναγνώστη; β) Θεωρείς ότι τελικά
καταφέρνει να πείσει τον αναγνώστη; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας
αξιολογώντας την πειστικότητα του τρόπου ή των τρόπων που χρησιμοποιεί.
Μονάδες 5
Β3
α) - Τι εννοεί ο Δήμος Χλωπτσιούδης με τη φράση:« Παρεμβάλλεται μεταξύ της λύσης και του λαού,
προβάλλοντας τον εαυτό του ως το μόνο ικανό να λειτουργήσει για το καλό του.»;
Να αναπτύξετε τη σκέψη του σε 70-80
λέξεις.
Μονάδες 8
β)
Ποια
είναι η επικοινωνιακή λειτουργία των ακόλουθων σημείων στίξης του Κειμένου 2;
i)
Διπλή
τελεία: Με άλλα λόγια: η κατ’ αρχήν κατάφαση της ισότητας και το γεγονός της
κοινωνικής κινητικότητας δημιουργούν συνθήκες, υπό τις όποιες τις δράσεις και
τις αντιδράσεις των ανθρώπων συχνά τις καθορίζουν ψυχολογικοί παράγοντες και
ένα υποκειμενικό αίσθημα γοήτρου.
ii)
Eισαγωγικά: Στο βαθμό που ο υφιστάμενος γίνεται «συνεργάτης», οι εργασιακές σχέσεις
γίνονται πραγματιστικότερες και η ιδέα του ρόλου παραμερίζει την ιδέα της
ιεραρχίας.
iii)
Παρενθέσεις: Λαϊκισμός είναι λοιπόν ο
τρόπος, με τον οποίο γεφυρώνεται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της
γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις
συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής.
Μονάδες
3
γ)
Να
καταστήσετε περισσότερο οικείο στις προσλαμβάνουσες του μέσου αναγνώστη το ύφος του Παναγιώτη Κονδύλη
και να αξιοποιήσετε τη δηλωτική χρήση της γλώσσας στο ακόλουθο χωρίο:
Ισχυρίζεται ότι είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού, άριστος
γνώστης και ερμηνευτής των ενδόμυχων ευχών και ονείρων του, κοντολογής πιστός
εκτελεστής της λαϊκής βούλησης.
Μονάδες 2
Γ1. Ποιο
είναι το ερώτημα που, κατά τη γνώμη σας, θέτει το ποίημα; Ποια είναι η απάντηση
του ήρωα και πώς την αντιμετωπίζει ο Καβάφης; Να απαντήσετε παραθέτοντας
συγκεκριμένους κειμενικούς δείκτες; Ποια είναι η δική σας στάση; (150-200
λέξεις).
Μονάδες 15
Δ1.
Το
σχολείο σας οργανώνει μια ημερίδα για
τον λαϊκισμό. Έχοντας αφόρμηση τα δύο κείμενα αναφοράς, αναλαμβάνετε να
εκπονήσετε μια εισήγηση (350-400 λέξεις) στην οποία θα αναφερθείτε στις
διαφορετικές εκφάνσεις και τις αιτίες επώασης του φαινομένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου