ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ:
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ:ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ
Κείμενο 1 (Μη Λογοτεχνικό): Χριστίνα Βαϊζίδου-Καταναλωτική συμπεριφορά, με αφορμή μια μαύρη Παρασκευή
Η ψυχίατρος Χριστίνα Βαϊζίδου θίγει τη ροπή προς τον υλικό ευδαιμονισμό. Αφόρμησή της ο καταναλωτικός οργασμός της «Μαύρης Παρασκευής».
1) Πριν από λίγες μέρες με κάλεσαν στο τηλέφωνο για μία δημοσκόπηση και αντιμετώπισα την έκπληξη και την απογοήτευση του συνομιλητή μου όταν τόλμησα να ομολογήσω ότι δε θα ψωνίσω, δε θα χαζέψω, δε θα κάνω έρευνα αγοράς κατά την επονομαζόμενη Black Friday. Το μαύρο χρώμα αυτής της μέρας κατ’ εμέ, δε σχετίζεται με το μαύρο στις τιμές αλλά με τη μαύρη, σκούρα, τραγική απόχρωση της συμπεριφοράς των ανθρώπων.
2) Η κατανάλωση και η συλλογή αγαθών έχει τις ρίζες της στα πρωτόγονα ένστικτα του κυνηγού-συλλέκτη. Σε κριτικό πλαίσιο όμως, ο καταναλωτισμός αναφέρεται στην τάση των ανθρώπων να ταυτίζονται έντονα με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που καταναλώνουν, ιδίως με προϊόντα που είναι εμφανή σύμβολα κοινωνικού στάτους, π.χ. ένα ακριβό αυτοκίνητο, το πιο σύγχρονο κινητό ή επώνυμα ρούχα. Ο πρώτος ο οποίος περιέγραψε ψυχιατρικά την τάση για μαζική καταναλωτική υστερία ήταν ο Emil Krapelin, ήδη το 1915.
3) Στις μέρες μας, η φράση του Ρενέ Ντεκάρτ “σκέφτομαι άρα υπάρχω” θα μπορούσε πιθανότατα να αντικατασταθεί με τη φράση “ψωνίζω άρα υπάρχω”. Οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν συνδέσει την απόκτηση αγαθών με την ευχαρίστηση και τη χαρά, οδηγούμενοι αναπόφευκτα στον υπερκαταναλωτισμό. Εξάλλου δεν είναι τυχαίος ο όρος “shopping therapy” δεδομένης της απόλαυσης που προκαλεί η κατανάλωση και της δυνατότητας που δίνει στο άτομο να ξεφύγει από αρνητικές σκέψεις. Ο υπερκαταναλωτισμός είναι ένα είδος εθισμού, μία εμμονή που οδηγεί στην αγορά πραγμάτων, τα οποία τις περισσότερες φορές δε μας είναι καθόλου απαραίτητα.
4) Πρόκειται δυστυχώς για μία αφενός μεν πρόσκαιρη αφετέρου ιδιαίτερα επιφανειακή προσέγγιση. Shopping σημαίνει, επίσης, κοινωνική συναναστροφή. Τις περισσότερες φορές η βόλτα στα μαγαζιά γίνεται μαζί με κάποιο φίλο ή φίλη. Αυτό συνεπάγεται διέξοδο από τη μοναξιά, ευχάριστη κουβέντα και κατ’ επέκταση αλλαγή της διάθεσης. Ο υπερκαταναλωτισμός αποτελεί συχνά σύμπτωμα εκδήλωσης υπαρξιακού προβλήματος και αντικατοπτρισμό της ευρύτερης κοινωνικής παθολογίας του ατόμου, το οποίο καταφεύγει σ’ αυτόν για να εξομαλύνει δύσκολα προσωπικά ή μη προβλήματα και να αντιμετωπίσει την έλλειψη ανθρώπινων σχέσεων. Αποτελεί, δηλαδή, έναν ανορθόδοξο και αναποτελεσματικό τρόπο καταπολέμησης, κάλυψης ή και υπέρβασης βαθύτερων αισθημάτων μοναξιάς, θυμού, δυσφορίας, θλίψης, κατωτερότητας και ανεπάρκειας, η ύπαρξη των οποίων δημιουργεί και τροφοδοτεί την ακατάπαυστη καταναλωτική τάση, ενώ η ικανοποίησή της γεννά με τη σειρά της προσωρινά και βραχυπρόθεσμα συναισθήματα πλήρωσης, ικανοποίησης και ασφάλειας, καθώς τα υλικά αγαθά δεν πληγώνουν, ούτε προδίδουν.
5) Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η χαμηλή αυτοεκτίμηση αυξάνει τον καταναλωτισμό και ότι αντίστροφα ο καταναλωτισμός μπορεί να δημιουργήσει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αγοράζοντας κάτι για τον εαυτό του, το άτομο είναι σαν να κάνει μία συμφιλιωτική κίνηση αποδοχής προς τον ίδιο του τον εαυτό και να τον ενθαρρύνει. Δημιουργείται στον άνθρωπο έτσι η ανάγκη αυτοβελτίωσης μέσω των αγαθών, καθώς ορίζει τον εαυτό του καθημερινά με υψηλότερα έξωθεν προσδιορισμένα κριτήρια.
6) Ο εγκέφαλός μας εμπλέκεται άμεσα στη διαδικασία της κατανάλωσης. Η πανδαισία των αισθήσεων που εμπλέκονται στις αγορές παίζει καθοριστικό ρόλο στις προτιμήσεις μας. Τα αισθητήρια μηνύματα που παίρνουμε αντικρίζοντας κατακόκκινες φράουλες ή και το χάδι στα απαλά υφάσματα παραπέμπουν έμμεσα σε βαθιές, σωματικές ή νευρολογικές ανάγκες. […]
7) Ο Έντουαρντ Μπερνέζ, μαθητής και ανιψιός του Φρόιντ είχε την ιδέα να υποβληθεί ένα δείγμα γυναικών σε ψυχανάλυση, ώστε να φανεί τι πραγματικά σημαίνει το προϊόν γι’ αυτές. Φάνηκε λοιπόν πως σε βαθύτερο επίπεδο οι γυναίκες συνέδεαν το κάπνισμα με την ανδρική σεξουαλική εξουσία και τη χειραφέτηση. Έτσι οργανώθηκε η ανάλογη διαφημιστική καμπάνια, με μηνύματα που συνέδεαν εντέχνως το κάπνισμα με την ανεξαρτησία. Ο παρθένος στη διαφήμιση πληθυσμός υπέκυψε στο δέλεαρ κι έκτοτε οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα στην "εσωτερική" παρόρμηση να καπνίσουν.Οι άνθρωποι ήθελαν πια να αποκτήσουν ή έστω να κατασκευάσουν ή να δανειστούν έναν εαυτό ανεξάρτητο και διαφορετικό απ’ όλους τους άλλους κι αυτή ακριβώς την εικόνα άρχισε να τους πουλάει η διαφήμιση.
8) Σιγά σιγά έπρεπε οι εταιρείες να εκπαιδεύσουν τον κόσμο να επιθυμεί νέα πράγματα προτού καν χαλάσουν τα παλιά. Εδραιώθηκε έτσι μία κουλτούρα, στα πλαίσια της οποίας οι επιθυμίες όφειλαν να ξεπερνούν τις ανάγκες. Αν μπορέσει κανείς να κωδικοποιήσει την παρουσίαση ενός αντικειμένου με τρόπο που να αγγίζει τις βαθύτερες επιθυμίες, αλλά και να εκμεταλλεύεται -εξορκίζοντάς τους- τους βαθύτερους φόβους του καταναλωτή, τότε μέσα του το προϊόν συνδέεται μια και καλή με την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της σιγουριάς. Η εμφάνιση αρχικά της τηλεόρασης και στη συνέχεια η κυριαρχία του διαδικτύου συνέβαλαν αποφασιστικά στην παγίωση μιας καταναλωτικής κοινωνίας χωρίς όρια. Αξίζει λοιπόν για τον καθένα από εμάς να σταθεί για δύο λεπτά κριτικά απέναντι στις καταναλωτικές του συνήθειες, να αναλογιστεί τα κίνητρα και τις ανάγκες του και ίσως και να ενεργοποιήσει τις κριτικές οδούς του εγκεφάλου απέναντι σε φαινόμενα μαύρων ημερών. Γιατί είτε πρόκειται για μια μαύρη Παρασκευή ή για μια συννεφιασμένη Κυριακή, πιθανότατα όλοι μας, έχουμε καλύτερα ή τουλάχιστον πιο ουσιαστικά πράγματα να κάνουμε.
3 Δεκεμβρίου 2018
Πηγή:https://www.psychology.gr/diafora-themata-psychologias/3511-katanalotiki-symperifora.html
Κείμενο 2 (Μη Λογοτεχνικό): Zygmunt Bauman-Ο εαυτός σε μια καταναλωτική κοινωνία (απόσπασμα)
Ο Πολωνός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Ζygmunt Bauman
(1925-2017) προσπάθησε να αναλύσει τους
μηχανισμούς που καλλιεργούν την επιθυμία μαζικής κατανάλωσης στη σύγχρονη
κοινωνία.
1)
Για να αυξηθεί η
ικανότητά τους για κατανάλωση, οι καταναλωτές δεν πρέπει ποτέ να αφήνονται σε
ηρεμία. Είναι αναγκαίο να εκτίθενται διαρκώς σε νέους πειρασμούς για να τους
κρατούν στην κατάσταση της αδιάκοπης υποψίας και της σταθερής δυσαρέσκειας. Το
δόλωμα που τους υπαγορεύει να μετατοπίσουν την προσοχή τους χρειάζεται να
επιβεβαιώνει την υποψία τους καθώς προσφέρει μια διέξοδο από τη δυσαρέσκεια:
«Νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα; Δεν έχεις δει ακόμη τίποτα!» Λέγεται συχνά ότι
η καταναλωτική κοινωνία αποπλανεί τους πελάτες της. Όμως για να το κάνει αυτό,
χρειάζεται πελάτες που θέλουν να αποπλανηθούν (όπως για να διατάζει τους
εργάτες του, το αφεντικό του εργοστασίου χρειαζόταν ένα συνεργείο με σταθερά
παγιωμένη εξάρτηση στην πειθαρχία και την υποταγή στις εντολές). Σε μια
καταναλωτική κοινωνία που λειτουργεί σωστά, οι καταναλωτές αναζητούν δραστήρια
να αποπλανηθούν. Ζουν από θέλγητρο σε θέλγητρο, από πειρασμό σε πειρασμό – κάθε
θέλγητρο και κάθε πειρασμός είναι κάπως διαφορετικός και ίσως δυνατότερος από
τον προκάτοχό του.
2)
Αυτός ο κύκλος της
επιθυμίας είναι ένας καταναγκασμός, μια υποχρέωση, για τον πλήρως αναπτυγμένο,
ώριμο καταναλωτή· ωστόσο αυτή η υποχρέωση, αυτή η εξωτερικευμένη πίεση, αυτή η
απιθανότητα να ζεις τη ζωή σου με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, θεωρείται η ελεύθερη
άσκηση της βούλησής σου. Η αγορά ίσως να τους έχει ήδη επιλέξει ως καταναλωτές
και έτσι τους στέρησε την ελευθερία να αδιαφορούν για τις κολακείες της, αλλά
με κάθε διαδοχική επίσκεψη στην αγορά, οι καταναλωτές έχουν κάθε λόγο να
αισθάνονται ότι είναι αυτοί οι ίδιοι που διατηρούν τον έλεγχο. Είναι οι
δικαστές, οι κριτές, και οι επιλογείς. Μπορούν, άλλωστε, να αρνηθούν την
αφοσίωσή τους σε οποιαδήποτε από τις απεριόριστες επιλογές που προσφέρονται –
εκτός από την επιλογή να επιλέγουν ανάμεσα τους.
3)
Είναι ο συνδυασμός
του καταναλωτή, διαρκώς άπληστου για νέα θέλγητρα και γρήγορα βαριεστημένου με
θέλγητρα που ήδη είχε, και του κόσμου σε όλες του τις διαστάσεις – οικονομική,
πολιτική, προσωπική – μεταμορφωμένη σύμφωνα με το πρότυπο της καταναλωτικής αγοράς
και, όμοια με αυτή την αγορά, έτοιμου να εξυπηρετήσει και να αλλάξει τα
θέλγητρά του με ολοένα και μεγαλύτερη επιτάχυνση, που εξαλείφει όλους τους
σταθερούς οδοδείκτες από έναν ατομικό χάρτη του κόσμου ή από τα σχέδια για ένα
δρομολόγιο της ζωής. Στην πραγματικότητα, το να ταξιδεύεις με ελπίδα είναι
σε αυτή την περίπτωση πολύ καλύτερο από το να φθάνεις. Η άφιξη έχει αυτή τη
μουχλιασμένη μυρωδιά στο τέλος του δρόμου, αυτή την πικρή γεύση της μονοτονίας
και της στασιμότητας που σηματοδοτεί το τέλος για οτιδήποτε για το οποίο ο
ιδανικός καταναλωτής ζει και θεωρεί νόημα της ζωής. Για να απολαύσεις το
καλύτερο που έχει να προσφέρει αυτός ο κόσμος, ίσως κάνεις όλων των ειδών τα
πράγματα εκτός από ένα: να δηλώσεις, όπως ο Φάουστ του Goethe, «Ω, στιγμή,
είσαι όμορφη, κράτησε για πάντα!»
4)
[…] Όμως υπάρχει μια
παγίδα. Ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί στον τρόπο ζωής του καταναλωτή· ο καθένας
μπορεί να ευχηθεί να είναι καταναλωτής και να ενδώσει στις ευκαιρίες που
προσφέρει αυτός ο τρόπος ζωής. Αλλά δεν μπορεί ο καθένας να είναι καταναλωτής.
Η επιθυμία δεν είναι αρκετή· για να στραγγίξει κανείς την απόλαυση μέσα από την
επιθυμία, πρέπει να έχει μια λογική ελπίδα απόκτησης του επιθυμητού
αντικειμένου, και ενώ αυτή η ελπίδα είναι λογική για μερικούς, είναι μάταιη για
άλλους. Όλοι μας είμαστε καταδικασμένοι στη ζωή των επιλογών, αλλά δεν έχουμε
όλοι μας τα μέσα να κάνουμε επιλογές.
5)
Αλλά μπορεί κανείς
να ξεχωρίσει το ένα είδος κοινωνίας από το άλλο από τις διαστάσεις σύμφωνα με
τις οποίες διαστρωματώνει τα μέλη της, και, όπως όλες οι άλλες κοινωνίες, η μετανεωτερική,
καταναλωτική κοινωνία είναι μια διαστρωματωμένη κοινωνία. Εκείνοι «εκεί ψηλά»
και εκείνοι «εκεί κάτω χαμηλά» τοποθετούνται σε μια κοινωνία καταναλωτών στο
πνεύμα της κινητικότητας – την ελευθερία να επιλέγουν που θα βρίσκονται.
Εκείνοι «εκεί ψηλά» ταξιδεύουν στη ζωή σύμφωνα με ό,τι ποθήσει η καρδιά τους
και επιλέγουν τους προορισμούς τους από τις χαρές που αυτοί έχουν να
προσφέρουν. Εκείνοι «εκεί κάτω χαμηλά» διώκονται από τον τόπο που θα
προτιμούσαν να παραμείνουν, και εάν δεν μετακινηθούν, είναι ο τόπος που
τραβιέται κάτω από τα πόδια τους. Όταν ταξιδεύουν, ο προορισμός τους, τις
περισσότερες φορές, είναι η επιλογή κάποιου άλλου και σπάνια είναι ευχάριστος·
και όταν φτάνουν, καταλαμβάνουν έναν εξαιρετικά άχρωμο τόπο που με ευχαρίστηση
θα άφηναν πίσω τους αν είχαν κάπου αλλού να πάνε. Όμως δεν έχουν. Δεν έχουν
πουθενά αλλού να πάνε· δεν υπάρχει πουθενά τόπος που είναι πιθανό να είναι
ευπρόσδεκτοι.
Μετάφραση: Δημήτρης
Καψάλης
Πηγή:
https://www.respublica.gr/2016/03/post/self-consumer-society/
Κείμενο
3 (Λογοτεχνικό): Δ.Ι. Αντωνίου-Κακοί έμποροι
Ο
Δ. Ι. Αντωνίου (1906-1994) ήταν ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος που
εντάσσεται στη Γενιά του ΄30. Η ποίηση του είναι χαμηλόφωνη και λιτή στην
έκφραση, αλλά διαπνέεται από στοχαστικό πνεύμα, καθώς γίνεται δίαυλος της
αναζήτησης των αιώνιων αξιών που διακυβεύονται στην εποχή μας.
Kύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
είταν το ύφασμα που δεν
τ' αγόρασε κανείς).
Tην τιμή δεν κανονίζαμε
απ' την ούγια
η πήχη και τα ρούπια
είταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε
μισοτιμίς ποτέ:
η αμαρτία μας.
Eίχαμε μόνο ποιότητας
πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια
στενή γωνιά
―πιάνουν στη γη μας λίγο
τόπο τα πολύτιμα―.
Tώρα με την ίδια πήχη που
μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε
μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Kύριε, σταθήκαμε έμποροι
κακοί!
Πηγή: Δ.Ι. Αντωνίου, Ποιήματα, Αθήνα: Eρμής 1998, σ. 40.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Α1. Για ποιους λόγους ο καταναλωτισμός συνδέεται με ευχάριστα συναισθήματα,
σύμφωνα με τη συντάκτρια του Κειμένου 1;
Να συνοψίσετε την απάντησή σας σε μία παράγραφο 70-80 λέξεων.
Μονάδες 20
Β1. Να
επαληθεύσετε ή να διαψεύσετε, με βάση τα Κείμενα 1 και 2, τις παρακάτω
προτάσεις, γράφοντας στο τετράδιό σας δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε
πρόταση τη λέξη Σωστό ή Λάθος. Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές στα
κείμενα:
α) Οι ρίζες του υλικού ευδαιμονισμού μπορούν να αναζητηθούν στη Βιομηχανική
Επανάσταση. (Κείμενο 1)
β) Ο αντίκτυπος των αισθήσεων στις αγοραστικές μας συνήθειες δεν πρέπει να
παραγνωριστεί. (Κείμενο 1)
γ) Οι μηχανισμοί της αγοράς έχουν δημιουργήσει στους καταναλωτές την
ψευδαίσθηση του ελέγχου των προσφερόμενων επιλογών. (Κείμενο 2)
δ) Οι πειρασμοί των καταναλωτών παραμένουν σταθεροί σε βάθος χρόνου. (Κείμενο 2)
ε) Στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία δεν υπάρχει κοινωνική κινητικότητα. (Κείμενο 2)
Μονάδες 10
Β2 α) Tι
εννοεί ο Zygmunt Bauman
στην 3η παράγραφο του Κειμένου 2 με τη φράση:
«Η άφιξη έχει αυτή τη μουχλιασμένη μυρωδιά στο τέλος του δρόμου, αυτή
την πικρή γεύση της μονοτονίας και της στασιμότητας που σηματοδοτεί το τέλος
για οτιδήποτε για το οποίο ο ιδανικός καταναλωτής ζει και θεωρεί νόημα της
ζωής.»; Να αποδώσετε το νόημα του αποσπάσματος. (80-90 λέξεις)
Μονάδες 8
β) Ποια νομίζετε ότι είναι η πρόθεση της
συντάκτριας στην 2η παράγραφο του Κειμένου 1; Πώς ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε
να αναπτύξει την παράγραφο υπηρετεί την πρόθεση αυτή;
Μονάδες 7
Β3 α) Ποιος ο ρόλος των εισαγωγικών στην 1η παράγραφο του Κειμένου 2; Τι προσδίδει στο κείμενο η εντός εισαγωγικών φράση; (Μονάδες 2); Πιστεύετε ότι ο συντάκτης εμφανίζεται πολύ βέβαιος για τις απόψεις του στη 2η παράγραφο του Κειμένου 2; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας παραθέτοντας συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές του συντάκτη. (Μονάδες 3)
Μονάδες 5
β) Σε ποιο σημείο της 8ης παραγράφου η συντάκτρια του Κειμένου 1
παρεκκλίνει από την ανάλυση και καταφεύγει στον σχολιασμό; (Μονάδες 1) Για ποιον λόγο αξιοποιεί στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο; (Μονάδες 2) Τι εξυπηρετούν οι αναφορές
στη «μαύρη Παρασκευή» και τη «συννεφιασμένη Κυριακή»; (Μονάδες 2)
Μονάδες 5
Γ. Ποιο νομίζετε ότι είναι το κεντρικό θέμα του ποιήματος του Δ. Ι.
Αντωνίου, σύμφωνα με την κρίση σας; Να παραθέσετε συγκεκριμένους κειμενικούς
δείκτες που τεκμηριώνουν την απάντησή σας.
Μονάδες 15
Δ. Συντάσσοντας μια ανάρτηση που θα δημοσιευτεί στο ιστολόγιο της σχολικής
σας μονάδας, να θίξετε τις αρνητικές συνέπειες του υλικού ευδαιμονισμού για το
άτομο και την κοινωνία και να
επισημάνετε τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε για την αναχαίτισή του. (350-400
λέξεις)
Μονάδες 30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου