ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΚΡΙΤΗΡΙΟ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΘΕΜΑΤΙΚΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ - ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΕΣ
Κείμενο
1: Κωνσταντίνα Γογγάκη - Ο βιασμός ως απεχθής κορύφωση της έμφυλης βίας
Η «έμφυλη βία» αποτελεί σήμερα ένα πολυπλόκαμο τέρας, τα πλοκάμια του
οποίου έχουν αποκτήσει πολύ απειλητικές διαστάσεις. Συνηθέστερες μορφές της
είναι η ψυχολογική βία - η οποία εκδηλώνεται με λεκτική βία, συναισθηματικό
εκφοβισμό, έλλειψη ελευθερίας, η σωματική - που εκδηλώνεται με πρόκληση
σωματικού πόνου ή τραυματισμό, και η σεξουαλική βία. Η τελευταία αποτελεί την
πιο επικίνδυνη μορφή έμφυλης βίας, καθώς κυμαίνεται από την σεξουαλική
παρενόχληση και τις «άσεμνες» χειρονομίες, ως τον βιασμό. Ο βιασμός συνιστά μια αποκρουστική, και ως εκ
τούτου μια αξιόποινη πράξη, η οποία καταγράφεται ως νομικό αδίκημα ήδη από τον
«Κώδικα του Χαμουραμπί», του βασιλιά της Βαβυλώνας, που χρονολογείται περίπου
στο 1754 π. Χ. Αν, όμως, 18 αιώνες προ Χριστού, παρά την πρωτόγονη φύση της
κοινωνίας, την πλήρη υπακοή των γυναικών στο πατριαρχικό σύστημα και το
καθεστώς ανελευθερίας κι ανυποληψίας προς τις γυναίκες, ο βιασμός
αντιμετωπιζόταν ως αδίκημα και τιμωρείτο, τότε πώς πρέπει άραγε να
αντιμετωπίζεται ο βιασμός σήμερα; […]
Ο βιασμός είναι αποκρουστικός ακόμη και ως λέξη, καθώς η βία, με την
ιδιότυπη κατάληξη -σμός, σημαίνει τον δια της βίας εξαναγκασμό σε συνουσία.
Σημαίνει την άσκηση σωματικής/φυσικής βίας για την διάπραξη ασελγών πράξεων που
κατατείνουν στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Η πράξη αυτή,
όμως, φανερώνει κι επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας νοσηρής προσωπικότητας, καθώς
αποτυπώνει την απόλυτη περιφρόνηση της ελεύθερης συνείδησης του θύματος, την
βάναυση προσβολή της ψυχικής και σωματικής του υπόστασης, την έλλειψη σεβασμού
προς τον άνθρωπο ως αξία, και τον ζωώδη χαρακτήρα της «γενετήσιας ορμής» του
θύτη.
Το γεγονός οτι ένας,
τέτοιου είδους δράστης, ικανοποιείται μέσω της εξαναγκαστικής υποταγής του
άλλου, προσβάλλοντας δηλαδή έως και θανάσιμα την γενετήσια ελευθερία του,
αποκαλύπτει και την κρυμμένη του ανάγκη για εξευτελισμό και κακοποίηση του
θύματος. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο ίδιος μετά την πράξη του αυτή μπορεί να
επιστρέψει στη ζωή, την οικογένεια, την εργασία του, σαν να μη συμβαίνει
τίποτε, υποκρινόμενος τον ευπρεπή πολίτη, δείχνει μια διπροσωπία. Στην
πραγματικότητα πρόκειται για σαδιστή ή για νάρκισσο, ο οποίος δρα ως ψυχρός
εκτελεστής, θεωρώντας ότι οι άλλοι υπάρχουν μόνο για να ικανοποιούν τις ανάγκες
του, μη έχοντας συναισθήματα για τους άλλους, και ούτε στοιχειώδεις ενοχές. Ως
εκ τούτου, η «προσβολή» μπορεί να νοηθεί ως μια προσπάθεια υποβιβασμού του
προσβεβλημένου και επιθυμία υπερεκτίμησης του επιτιθέμενου.
Σε μια υποκριτική και ψευτοσυντηρητική κοινωνία, ωστόσο, μετά την αποκάλυψη της πράξης ενός τέτοιου «υποκειμένου», οι άμυνες ενεργοποιούνται, και ένα τοίχος επιφυλακτικότητας τον προστατεύει. «Μπα, δεν φαίνεται αυτός για βιαστής… Μήπως, τον προκάλεσε εκείνη;» Λες και μόλις ένας βιαστής ή εγκληματίας εκτελέσει την απεχθή πράξη του, αυτή απεικονίζεται για πάντα στο κούτελό του. Η υπόκρυψη, επομένως, της μη ισορροπημένης και εγκληματικής του φύσης κάτω από ένα κοινωνικό προσωπείο, δεν σημαίνει ότι δεν είναι αυτός το τέρας. Επειδή, δηλαδή, κάποιος είναι γνωστός ή περιβεβλημένος με πλούτη, τίτλους και «γόητρο», δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι και ο δράστης.
Ο στρεβλός κύκλος
απενοχοποίησης του βιαστή, ωθεί το θύμα προς την αβουλία και την απραξία.
Κλείνεται στον εαυτό του και τη σιωπή του, πνίγοντας τα συναισθήματα άγχους,
θυμού, απογοήτευσης και θλίψης. Κυρίως έχει χάσει την αυτοεκτίμησή του.
Αισθάνεται φόβο, ντροπή, απόγνωση, κατάθλιψη. Οι σχέσεις του με το άλλο φύλο
έχουν διαρραγεί. Ένα αίσθημα ανασφάλειας και παγίδευσης διακατέχει πλέον το
θύμα. Αλλά, ενώ έχει γίνει ένα ανθρώπινο ράκος γεμάτο τραύματα, ο θύτης
παραμένει αλώβητος, και συνήθως χωρίς καμιά τιμωρία!
Ο βιασμός ως πράξη
αρρωστημένη, δεν συντελείται μόνο εναντίον των γυναικών. Συντελείται εναντίον
όλων. Και, συντελείται ιδίως, εναντίον των ανηλίκων. Η τραυματική και
αποκρουστική πράξη εκτελείται και εις βάρος των αθώων κοριτσιών, και εις βάρος
των απροστάτευτων αγοριών, με τραγικές συνέπειες. Ελάχιστες, όμως, περιπτώσεις
κοριτσιών καταγγέλλουν το γεγονός. Λόγω του φόβου του κοινωνικού στιγματισμού
δεν το αντέχουν. Και σιωπούν.
Αν, όμως, για ένα
κορίτσι η αποκάλυψη του εγκλήματος που υπέστη είναι πολύ δύσκολη, για ένα αγόρι
είναι έως και αδύνατη. Οι λόγοι είναι ευνόητοι, σε μια κοινωνία που ανοήτως
εθελοτυφλεί, λειτουργώντας με ταμπού και στερεότυπα. Αυτό που θα υποστεί ένα
αγόρι αν εκμυστηρευτεί τον βιασμό του, θα είναι μια, ακόμη, κόλαση. Στην
υποκριτική αυτή κοινωνία, το θύμα θα επιλέξει να ζήσει με το μυστικό του,
αλλιώς θα διαπομπευθεί.
Μια κοινωνία που δεν
έχει την ευαισθησία και τις δομές να υποστηρίξει το θύμα στις πιο δύσκολες
στιγμές του, είναι θλιβερή και αξιοκατάκριτη. Αν, μαζί με την αποστεωμένη
κοινωνία, οι θεσμοί (Αστυνομία, κλπ.) δεν μπορούν να προσφέρουν ένα χαμόγελο
αλλά είναι παγεροί και αδιάφοροι, και αν η Δικαιοσύνη δεν έχει την αμεσότητα
και τα αντανακλαστικά να δικαιώσει το θύμα, τότε οι θεσμοί είναι ανεπαρκείς. Η
επούλωση του τραύματος ενός ανθρώπου που έχει βιαστεί, είναι ευθύνη συνολική. Ο
βιασμός αποτελεί «Έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας». Και ως έγκλημα
πρέπει να τιμωρείται. Αλλιώς δεν υπάρχει κράτος δικαίου.
[…]
Η καταδίκη πρέπει πρωτίστως να έρχεται από την κοινωνία και από το
αξιακό της σύστημα. Δεν μπορεί η κοινωνία σήμερα να ανέχεται την εκτροφή στους
κόλπους της βιαστών. Ούτε να ενδιαφέρεται για το ζήτημα μόνο επιλεκτικά. Πρώτο,
επομένως, είναι αναγκαία η συνοχή της κοινωνίας στην δημόσια αποκήρυξη της
κατασκευής τέτοιων υπανθρώπων. Δεν μπορεί, όπως κάνει μέχρι σήμερα,
υποκαθιστώντας το ρόλο του δικαστή, να σπεύδει με επιπόλαιες δικαιολογίες να
τους αθωώνει. Δεν δικαιολογούνται, ούτε οι άνδρες, που λόγω κοινωνικής
νοοτροπίας συχνά διακατέχονται από μια ασυνείδητη υποτίμηση προς την γυναίκα, αλλά
ούτε οι γυναίκες, που γεννούν και μεγαλώνουν αγόρια, και στις οποίες πολλές
φορές οφείλεται έμμεσα και η κατασκευή ενός βιαστή! Η καχυποψία που
διατυπώνεται από γυναίκες εναντίον των γυναικών δεν είναι δείγμα μιας
προηγμένης κοινωνίας. Οι γυναίκες, όχι μόνο για λόγους φυλετικής αλληλεγγύης,
αλλά για λόγους ουσίας και στοιχειώδους ευαισθησίας, οφείλουν πρώτες να
κατανοήσουν το πρόβλημα.
Η καταδίκη του βιαστή πρέπει επίσης να αποδίδεται, παραδειγματικά, δια
του νόμου. Δεν μπορεί η πολιτεία να προστατεύει μεν την κακοποίηση των ζώων με
αυστηρές ποινές, αλλά την κακοποίηση των ανθρώπων να την ανέχεται,
αντιμετωπίζοντας τον βιαστή με επιείκεια. Γιατί τότε η κοινωνία διαιωνίζει το
αισχρό αυτό είδος ανθρώπων. Ούτε κανείς θα πειστεί να προβεί σε καταγγελία της πράξης,
εάν γνωρίζει την άνευρη αντιμετώπιση του δικαστηρίου, και ότι από την επώδυνη
διαδικασία θα φύγει ο δράστης ελεύθερος προς ανεύρεση άλλου θύματος.
Η Κωνσταντίνα Γογγάκη διδάσκει στη Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και
Αθλητισμού Παν/μίου Αθηνών
Εφημερίδα Έθνος, 26/01/2021 (διασκευή)
Κείμενο 2: Αθηνά Μιχαλακέα, Βασιλική Τσεφαλά- Γυναικοκτονία - μία φεμινιστική - νομική προσέγγιση
Το 2021 σημειώθηκαν στην χώρα μας 19 γυναικοκτονίες. Ο όρος, που πλέον
υιοθετείται από μεγάλο μέρος του τύπου και κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο χάρη
στην επιμονή του φεμινιστικού κινήματος, εξακολουθεί να επικρίνεται και να
ενοχλεί ως «αδόκιμος», παρότι αντικατοπτρίζει την ωμή πραγματικότητα της
πατριαρχίας. Όμως, όπως σημειώνει και ο γλωσσολόγος Φοίβος Παναγιωτίδης, η
ύπαρξη (και η γνώση) ενός όρου διευκολύνει την πρόσβαση σε μία έννοια∙ και όταν
ο όρος αυτός δεν υπάρχει, μπορούμε είτε να τον κατασκευάσουμε (νεολογισμός)
είτε να τον δανειστούμε. Συγκεκριμένα, ο όρος γυναικοκτονία (femicide)
καταγράφεται για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1801, το 1848 δημοσιεύεται στο
λεξικό νομικών όρων του Wharton's, και το 1976 καθιερώνεται στη βιβλιογραφία
από τη φεμινίστρια συγγραφέα Ντιάνα Ε.Χ. Ράσελ (Diana E.H. Russell), προκειμένου
να οριστεί «η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους», επειδή
είναι γυναίκες. Το έμφυλο κίνητρο, συνεπώς, είναι αυτό που διακρίνει τη
γυναικοκτονία από μια οποιαδήποτε ανθρωποκτονία.
Ο όρος γυναικοκτονία αποδίδει τη δολοφονική διάσταση της πατριαρχίας.
Αποτελεί την πιο ακραία έκφραση της έμφυλης βίας, αυτής που ανά τους αιώνες
ελέγχει και τιμωρεί τις γυναίκες. Αυτής που εκκινεί από τα «αθώα» σεξιστικά
αστεία και την αναπαραγωγή έμφυλων στερεοτύπων που αντιλαμβάνονται τη γυναίκα
ως αιώνια φροντίστρια και νοικοκυρά -διαιωνίζοντας το δίπολο Παρθένας – Πόρνης,
φτάνοντας μέχρι τις διάφορες μορφές σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, για
να καταλήξει στη φυσική εξόντωση των γυναικών επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στον
κοινωνικό τους ρόλο. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, φεμινίστριες θεωρητικοί
τονίζουν ότι το πιο ανασφαλές μέρος για μια γυναίκα είναι το σπίτι της, γεγονός
που υποστηρίζεται από την αύξηση καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας την περίοδο
του εγκλεισμού. Η ιδιοκτησιακή λογική που διέπει τόσο τις ερωτικές όσο και τις
οικογενειακές σχέσεις, η αντίληψη ότι ο άνδρας έχει εξουσία ζωής και θανάτου
επί της γυναίκας αποτελεί τον πυρήνα της πατριαρχίας και το κίνητρο των
γυναικοκτονιών -αυτών που κάποτε αποκαλούνταν «εγκλήματα πάθους» ή «εγκλήματα
τιμής». Συχνοί δράστες γυναικοκτονιών είναι πρώην ή νυν σύζυγοι ή ερωτικοί
σύντροφοι, ο οποίοι ένιωσαν ότι «ατιμάστηκαν», ή ότι έχασαν κάτι που θεωρούσαν
κτήμα τους.
Οι δράστες γυναικοκτονιών όμως δεν περιορίζονται σε αυτούς: ο
γυναικοκτόνος μπορεί να είναι πατέρας, γιος, αδερφός - και ακόμη και γυναίκες
μπορούν να σκοτώνουν άλλες γυναίκες επειδή είναι γυναίκες (όπως και αρκετές
γυναίκες συντηρούν και επιτείνουν το πατριαρχικό καθεστώς). Σύμφωνα μάλιστα με
ένα πρόσφατο (Μάρτιος 2021) άρθρο του Guardian, οι δολοφόνοι γυναικών άνω των
60 ετών επιδεικνύουν ελάχιστη ως και καθόλου μεταμέλεια, ενώ συχνά είναι οι
γιοι τους.
Η έμφυλη βία εν γένει είναι αποτέλεσμα τόσο πολιτισμικών αναπαραστάσεων,
όσο και κοινωνικής αναπαραγωγής. Το λογοτεχνικό στερεότυπο ενός καταραμένου
έρωτα που προκαλεί πόνο, και ως λυτρωτική του κατάληξη προβάλλει ο θάνατος της
γυναίκας (ενδεχομένως συνοδευόμενος από την αυτοκτονία του άνδρα), που
συνοψίζεται στο δημοσιογραφικό κλισέ «τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε»
κανονικοποιεί και εν πολλοίς εξιδανικεύει την κακοποίηση σε βάρος των
γυναικείων υποκειμένων. Η εκμηδένιση και ο ευτελισμός της γυναικείας υπόστασης
καλλιεργείται όμως και από το καπιταλιστικό σύστημα∙ οι γυναίκες αντιμετωπιζόμαστε
ως μηχανές κοινωνικής και βιολογικής αναπαραγωγής μέσα στην οικογένεια, αλλά
και ως αναλώσιμο, φθηνό δυναμικό στην εργασία. Η συνύπαρξη της πατριαρχικής
με την καπιταλιστική βία συμπυκνώνεται στη γυναικοκτονία, καθώς ο γυναικοκτόνος
δρα προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη του πατριαρχικού καπιταλισμού.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται κατανοητό πως οι γυναικοκτονίες κάθε άλλο παρά
σύγχρονο φαινόμενο είναι. Οι λόγοι που σήμερα ίσως ακούγονται περισσότερο
είναι, πέρα από την ταχύτατη διάδοση της πληροφορίας, η ένταση με την οποία οι
φεμινιστικές συλλογικότητες αναδεικνύουν το φαινόμενο. Ωστόσο, η απουσία
επίσημου μηχανισμού καταγραφής των γυναικοκτονιών μάς εμποδίζει και από το να
γνωρίζουμε με συστηματικό τρόπο κρίσιμα στατιστικά στοιχεία, ή να μπορούμε να
συγκρίνουμε με ακρίβεια ποσοστά και να αποφανθούμε σχετικά με την αύξηση ή τη
μείωση της έμφυλης κακοποίησης.
Μεγάλο μέρος του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος υποστηρίζει την
κατοχύρωση του εγκλήματος της γυναικοκτονίας στον Ποινικό Κώδικα, ως επιβαρυντική
περίσταση στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στο ότι
μόνο έτσι μπορεί να ποινικοποιηθεί το έμφυλο/σεξιστικό κίνητρο που όχι μόνο
εισάγει και αναπαράγει διακρίσεις και καταπίεση, αλλά οδηγεί και σε φυσική
εξόντωση των γυναικών και θηλυκοτήτων. Ότι μόνο μέσω της ρητής ποινικοποίησης
θα αποδοθεί δικαίωση στη μνήμη των θυμάτων και τις οικογένειές τους. Στη διεθνή
βιβλιογραφία αμφισβητείται η αναγκαιότητα διαχωρισμού της ανθρωποκτονίας
γυναικών έναντι της ανθρωποκτονίας εν γένει, ενώ η γυναικοκτονία έχει θεσπιστεί
ως ξεχωριστό έγκλημα μόνον σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Στην ελληνική νομοθεσία ο νόμος για την ενδοοικογενειακή βία αναγνωρίζει
την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (άρθρο 299 ΠΚ) και τη θανατηφόρα σωματική βλάβη (άρθρο
311 ΠΚ) ως πράξεις ενδοοικογενειακής βίας (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3500/2006). Εντούτοις,
πρέπει να σημειωθεί ότι η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως τιμωρείται με τη βαρύτερη
δυνατή ποινή, δηλαδή τα ισόβια, ενώ μετά την πρόσφατη τροποποίηση του Ποινικού
Κώδικα δεν χωρούν εξαιρέσεις. Επιβαρυντική περίσταση συνεπώς δε νοείται
σε ένα αδίκημα που τιμωρείται με τη βαρύτερη δυνατή ποινή όπως η ανθρωποκτονία
εκ προθέσεως. Όπως σημείωνε πρόσφατα και ο Νίκος Παρασκευόπουλος, ως ποινή
βαρύτερη της ισόβιας κάθειρξης νοείται μόνο η θανατική ποινή, γι’ αυτό και
είναι επικίνδυνο να ανοίγει, άθελά μας, μια συζήτηση που θα αμφισβητεί
κατακτήσεις του νομικού μας πολιτισμού.
Επιπλέον, έχει υποστηριχθεί η εισαγωγή του έμφυλου κινήτρου στις περιπτώσεις ανθρωποκτονιών ως κριτήριο που θα αποτρέπει την χορήγηση ελαφρυντικής περίστασης -ήτοι να τεκμαίρεται ότι ο γυναικοκτόνος προ της πράξης του επεδείκνυε συστηματικά βίαιη συμπεριφορά-, κατά τρόπο αντίστοιχο με το ρατσιστικό έγκλημα. Υπό το πρίσμα αυτό, η δικαστηριακή πρακτική που αντιμετωπίζει συλλήβδην και άνευ ετέρου τα αισθήματα ζήλιας, πάθους ή θυμού απέναντι στην/στον ερωτικό σύντροφο ως περιστάσεις που θεμελιώνουν βρασμό ψυχικής ορμής, μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση και αναθεώρηση. Ο ανθρωποκτόνος δόλος, ιδιαίτερα σε βάρος γυναικών ή θηλυκοτήτων, συχνά πηγάζει, όπως προαναφέραμε, από ιδιοκτησιακή και εξουσιαστική λογική σε βάρος τους, και μπορεί να πραγματώνεται χωρίς αναστολές, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Έτσι, το έμφυλο κίνητρο μπορεί να συνιστά παράγοντα βαρύτερης επιμέτρησης της επιβαλλόμενης ποινής κατά το άρθρο 79 ΠΚ. [..]
Οι συντάκτριες του κειμένου είναι δικηγόροι
Πηγή: https://www.ieidiseis.gr/, 03/02/2022
Κείμενο 3: Ρίτα Μπούμη-Παπά - Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
Η Ρίτα Μπούμη - Παπά (Σύρος, 1906 - Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1984) τοποθετείται χρονικά στους Έλληνες
λογοτέχνες της γενιάς του Μεσοπολέμου. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την
πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία και τις μεταφράσεις. Το ποιητικό της
έργο χαρακτηρίζεται από φυσιολατρία και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του
αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της
(ΕΚΕΒΙ).
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια
ο αέρας με στιφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν -
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
«γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμένες;»
- αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε τη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη -
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι θα κυματίζουν
ω τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν -
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Πηγή: Χίλια σκοτωμένα κορίτσια, 1963
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Α1. Να αποδώσετε
συνοπτικά τους λόγους για τους οποίους, σύμφωνα με τη συγγραφέα του Κειμένου 1,
τα θύματα βιασμού δεν καταγγέλλουν την εις βάρος τους ασέλγεια (70-80 λέξεις).
Μονάδες 15
Β1. Με βάση τα Κείμενα 1 και 2 να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω περιόδους λόγου ως σωστές ή λανθασμένες, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε περίοδο, τη λέξη Σωστό ή Λάθος και να τεκμηριώσετε την απάντησή σας, παραθέτοντας συγκεκριμένα χωρία των κειμένων που επιβεβαιώνουν την απάντησή σας.
α. Η κοινωνία της Βαβυλώνας ήταν μητριαρχική στα χρόνια του Χαμουραμπί.
β. Η στρεβλή ανατροφή ενός γιού απ’ τη μητέρα του ενδέχεται να τον καταστήσει βιαστή.
Κείμενο 2
γ. Ο όρος «γυναικοκτονία» συνιστά ελληνικό νεολογισμό.
δ. Αποτυπώσεις του σύγχρονου αστικού πολιτισμού ωραιοποιούν τις
κακοποιητικές πράξεις εις βάρος των γυναικών.
ε. Οι κακοποιητικές συμπεριφορές μπορούν να εμφανιστούν και σε
καταστάσεις ψυχικής ηρεμίας του δράστη.
Μονάδες 10
Β2. α) Ποια είναι η
στόχευση των συντακτριών στην 1η παράγραφο του Κειμένου 2; Ποια μέσα
χρησιμοποιούν για να πετύχουν τον σκοπό τους;
Μονάδες 8
β) Ποιο υφολογικό
αποτέλεσμα έχει η ερώτηση της συντάκτριας στην 1η παράγραφο του Κειμένου 1;
(Μονάδες 2,5) Ποιοι λόγοι υπαγορεύουν τη χρήση του ευθέος λόγου « “Μπα, δεν
φαίνεται αυτός για βιαστής… Μήπως, τον προκάλεσε εκείνη;”» (Μονάδες 2,5)
στην 4η παράγραφο του Κειμένου 1. Να αναφερθείτε στην επικοινωνιακή λειτουργία
των αποσιωπητικών στο εντός εισαγωγικών χωρίο (Μονάδες 2).
Μονάδες 7
Β3. α) Οι
γυναίκες αντιμετωπιζόμαστε ως μηχανές κοινωνικής και βιολογικής αναπαραγωγής
μέσα στην οικογένεια, αλλά και ως αναλώσιμο, φθηνό δυναμικό στην εργασία.
Σε μία παράγραφο 90-110 λέξεων να αναλύσετε το περιεχόμενο της
υπογραμμισμένης φράσης του Κειμένου 2.
Μονάδες 7
β) Τι δηλώνουν οι επιτονισμένες με έντονο χρώμα
διαρθρωτικές λέξεις-φράσεις του Κειμένου 2:
Εν
τούτοις, συνεπώς, επιπλέον,
υπό το πρίσμα αυτό
Μονάδες 4
γ)
Μονάδες 4
Γ1.
Μονάδες 15
Δ1. Στο
πλαίσιο μιας ημερίδας που διοργανώνει το σχολείο σας σε συνεργασία με το Κέντρο
Συμβουλευτικής Γυναικών Θυμάτων Βίας της πόλης σας, μέσω μιας εισήγησής σας,
καλείστε να αναπτύξετε τα ακόλουθα ερωτήματα.
α) Για ποιους λόγους βρίσκονται σε έξαρση τα περιστατικά «έμφυλης βίας»
στις μέρες μας;
β) Ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσει η κοινωνία και ο καθένας μας
ξεχωριστά για να περιοριστούν δραστικά τα κρούσματα ψυχολογικής, σωματικής και
σεξουαλικής βίας;
Μονάδες 30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου